- επαναδίπλωση
- η (Α ἐπαναδίπλωση)1. αναδίπλωση, δίπλωμα, πτυχή2. επανάληψη3. ρητ. σχήμα κατά το οποίο η ίδια λέξη μπαίνει και στην αρχή και στο τέλος μιας φράσης, αναστροφήαρχ.ιατρ. συνδυασμός δύο ειδών πυρετού.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επαναδίπλωση — η 1. η αναδίπλωση, το ξαναδίπλωμα. 2. στη ρητορική σχήμα όπου η ίδια έννοια μπαίνει και στην αρχή και στο τέλος μιας φράσης, η αναστροφή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επανάληψη — η (AM ἐπανάληψις) [επαναλαμβάνω] 1. η διεξαγωγή μιας πράξεως για μια ακόμη φορά ή συνεχώς («η επανάληψη των συνομιλιών») 2. ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο επαναλαμβάνεται η ίδια λέξη ή φράση για έμφαση νεοελλ. 1. συνεχόμενη χρήση («επανάληψη… … Dictionary of Greek